τερατοπίδακας: [o] (τέρας + πίδαξ) προεξέχουσα τερατόμορφη υδρορροή γοτθικών ναών (μτφ. δ. απο τη γαλλική gargoyle = γκαργκόιλ)
Advertisement
τερατοπίδακας: [o] (τέρας + πίδαξ) προεξέχουσα τερατόμορφη υδρορροή γοτθικών ναών (μτφ. δ. απο τη γαλλική gargoyle = γκαργκόιλ)