NeologismoiWiki
Advertisement

τερατοπίδακας: [o] (τέρας + πίδαξ) προεξέχουσα τερατόμορφη υδρορροή γοτθικών ναών (μτφ. δ. απο τη γαλλική gargoyle = γκαργκόιλ)

Advertisement