τοιχόλυχνο: [το] (τοίχος + λύχνος) φωτιστικό φτιαγμένο ειδικά για να τοποθετηθεί στον (μτφ. δ. απο τη γαλλική applique = απλίκα)
Advertisement
τοιχόλυχνο: [το] (τοίχος + λύχνος) φωτιστικό φτιαγμένο ειδικά για να τοποθετηθεί στον (μτφ. δ. απο τη γαλλική applique = απλίκα)