NeologismoiWiki
Advertisement

υμενοβατήρας: [ο] (υμένας + βατήρας) τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)

Advertisement