υμενοβατήρας: [ο] (υμένας + βατήρας) τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)
Advertisement
υμενοβατήρας: [ο] (υμένας + βατήρας) τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)