NeologismoiWiki
Advertisement

χρονοταξιδοσκόπιο: [το] (χρονοτάξιδο + -σκόπιο) (ε.φ.) όργανο ένδειξης χρονικής τοποθεσίας που χρησιμοποιεί ένας χρονοταξιδιώτης (μτφ. δ. απο την αγγλική time viewer)

Advertisement